ξαργώ

ξαργώ
(Μ ξαργῶ)
εξαργώ, βραδύνω, αργοπορώ, αργώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξ-αργῶ, με σίγηση τού αρκτ. φωνήεντος (βλ. και επιτ. ξ[ε]-)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξάργημα — ξάργημα, τὸ (Μ) [ξαργώ] ημέρα αργίας, ανάπαυσης …   Dictionary of Greek

  • ξάργητα — η βραδύτητα, αργοπορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαργώ + κατάλ. ητα (πρβλ. έχθρ ητα, μάν ητά)] …   Dictionary of Greek

  • ξάργισμα — ξάργισμα, τὸ (Μ) αναγκαστική διακοπή εργασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαργῶ, κατά τα συνθ. σε ισμα] …   Dictionary of Greek

  • ξαργιά — ξαργιά, ἡ (Μ) [ξαργώ] 1. ημέρα αργίας, ανάπαυσης 2. ο χρόνος που μένει ακαλλιέργητη η γη, η αγρανάπαυση …   Dictionary of Greek

  • ξαργιάζω — (Μ) 1. αναπαύομαι, αργώ 2. (για τη γη) μένω ακαλλιέργητη, βρίσκομαι σε αγρανάπαυση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξαργῶ, κατά τα ρήματα σε ιάζω, ή, κατ άλλους, < ξαργιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”